“Mόνος Κόσμος” της ‘Eμιλυ Ντίκινσον

 

Η Έμιλυ ανοίγει διστακτικά την πόρτα του σαλονιού της και μας υποδέχεται σαστισμένη. Είναι από τις ελάχιστες φορές που δέχεται να δει κόσμο. Ζει μόνη και απομονωμένη με τα βιβλία και την μοναξιά της στο πατρικό της σπίτι, στο Άμερστ της Μασαχουσέτης.

Η ‘Eμιλυ Ελίζαμπεθ Ντίκινσον (1830 – 1886) ήταν αμερικανίδα ποιήτρια και μία από τις πιο αντιπροσωπευτικές ποιητικές φωνές του 19ου αιώνα. Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της το πέρασε απομονωμένη στο σπίτι των γονιών της και όλα της τα έργα παρέμειναν ανέκδοτα μέχρι τον θάνατό της. «Θα σου πω πώς έχουν τα πράγματα – έχω και εγώ την συνήθεια να γράφω» είχε εκμυστηρευτεί σε ένα φίλο της. Η Έμιλυ – γνωστή και ως η κυρία με τα λευκά – είχε πει κάποτε : «Μακάρι να ήμασταν πάντα παιδιά, δεν ξέρω πώς να μεγαλώσω». Το πρώτο της ποίημα το έγραψε σε ηλικία μόλις 20 ετών. Υπήρξε ιδιαιτέρως παραγωγική και συνήθιζε να στέλνει ό,τι έγραφε σε φίλους της μέσω αλληλογραφίας. Τα ποιήματα που γνωρίζουμε σήμερα ως δικά της ξεπερνούν τα 800. Όπως συνήθιζε να λέει και η ίδια : «Οι λέξεις … δεν ξέρω κάτι άλλο πιο δυνατό». Τα ποιήματά της αντανακλούν την μοναξιά και την απομόνωση και λειτουργούν ως μία κραυγή «επειδή δεν άντεχε να ζήσει φωναχτά», όπως ονομάζεται χαρακτηριστικά μία από τις πιο γνωστές ποιητικές της συλλογές.

Ο σκηνοθέτης Αλέξιος Κοτσώρης, έχει ένα μεγάλο πλεονέκτημα. Έχει σαν σκηνικό την υπέροχη εσωτερική αυλή, της μοναδικής παλιάς μονοκατοικίας στην Πλάκα. Τα πράσινα παράθυρα, από όπου μας κοιτά η Έμιλυ, η εξώπορτα του σπιτιού, η εσωτερική σκάλα, δημιουργούν ένα μοναδικό σκηνικό. Ο σκηνοθέτης παρουσιάζει μέσα από μία λιτή σκηνοθεσία την ζωή της ιδιότυπης ποιήτριας και μας μεταδίδει ολόκληρο τον ψυχικό της κόσμο. Ιδιαίτερες οι σκηνές που η Έμιλυ μας κοιτά από τα κλειστά παράθυρα του σπιτιού ή ανεβοκατεβαίνει τις εσωτερικές σκάλες.

Η Έμιλυ, φορώντας ένα πανέμορφο λευκό μακρύ φόρεμα, μας κοιτά αφοπλιστικά και μας διηγείται την ζωή της, την μοναξιά και την μοναχικότητά της. Την ιδιόμορφη σχέση που έχει με τις λέξεις. «Ο ποιητής ανάβει την λάμπα και μετά φεύγει». Ζει, αισθάνεται, αναπνέει μέσα από τις λέξεις, μέσα από την ποίησή της.

Θυμάται τα παιδικά της χρόνια, την ιδιόρρυθμη σχέση με την μητέρα της «Aγκαλιάστε τους γονείς σας τώρα που τους έχετε. Τι παράξενο και μοναχικό μέρος θα είναι ο κόσμος, όταν φύγουν». Όσες διαφορές και αν έχουμε μαζί τους «Τελικά τα ορυχεία στο έδαφος ενώνονται με τούνελ». Πάντα η σχέση με τους γονείς, από όσα κύματα και αν περάσει, θα υπάρχει εκεί, άρρηκτη.

Μας εξομολογείται πως βιώνει τον έρωτα, την ζωή, την «μαγεία να αγαπάς με άυλο τρόπο».

«Δεν μετανιώνω για την ζωή μου, για την μοναξιά που επέλεξα».

«Πάρτε μου τα πάντα, αλλά αφήστε μου την έκσταση».

Η ερμηνεία της νεαρής ηθοποιού, Χριστίνας Τασκασαπίδου, είναι εκπληκτική και αφοπλιστική, με μια φυσικότητα που εκπλήσσει, μας διηγείται την μοναχική, από επιλογή, ζωή της. Αέρινη σαν παρουσία, εύθραυστη, ευαίσθητη

«Είναι μια εξαίσια εμπειρία να αγαπάς κάποιον με άυλο τρόπο, χωρίς σώμα εραστές, ένα για πάντα…»

Οι φωτισμοί του Αλέξανδρου Πολιτάκη ιδιαίτεροι. Τονίζουν και εντείνουν την προσωπικότητα της Έμιλυ και τον ιδιαίτερο εσωτερικό της κόσμο.

Η μουσική επένδυση της παράστασης ανήκει στη  Violet Louise και μας ταξιδεύει.

Το κείμενο του έργου αποτελεί σύνθεση από διάφορες εκδόσεις που αφορούν στην Emily Dickinson: «The Belle Of Amherst» του William Luce, «Επειδή Δεν Άντεχα Να Ζήσω Φωναχτά» (Εκδόσεις Gutenberg), «Έλα Στον Κήπο Μου» ( Εκδόσεις Αρμός), του Διονύση Καψάλη, των Εκδόσεων Άγρα, αλλά και νέων ανέκδοτων μεταφράσεων του Παναγιώτη Ντουτσούλη.

Μια όμορφη παράσταση, στο μοναδικό σπίτι κάτω από την Ακρόπολη. Λίγες οι παραστάσεις. Μήπως να επαναληφθεί; Πραγματικά αξίζει να την ξαναδούμε!

Συντελεστές

Σκηνοθεσία: Αλέξιος Κοτσώρης

Ερμηνεύει: Χριστίνα Τασκασαπίδου

Φωτισμοί: Αλέξανδρος Πολιτάκης

Μουσική: Violet Louise

Φωτογραφίες: Αρσένης Μίαρης

Βοηθός σκηνοθέτη: Φωτεινή Τεντολούρη